νανάρισμα

νανάρισμα
το см. ν/ανούρισμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νανάρισμα" в других словарях:

  • νανάρισμα — το [ναναρίζω] νανούρισμα …   Dictionary of Greek

  • νανούρισμα — νανούρισμα, το και νανάρισμα, το, ατος 1. μονότονο τραγούδι για να αποκοιμηθεί μωρό: Νάνι του και νάνα του ώσπου να ρθει η μάνα του. 2. σιγανή, απαλή μουσική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»