νανάρισμα
Смотреть что такое "νανάρισμα" в других словарях:
νανάρισμα — το [ναναρίζω] νανούρισμα … Dictionary of Greek
νανούρισμα — νανούρισμα, το και νανάρισμα, το, ατος 1. μονότονο τραγούδι για να αποκοιμηθεί μωρό: Νάνι του και νάνα του ώσπου να ρθει η μάνα του. 2. σιγανή, απαλή μουσική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)